ὀρθοσταδόν

ὀρθοσταδόν
ὀρθο-στᾰδόν, Adv.
A = ὀρθοστάδην, ὀ. λόγχαις ἐπείγοντες φόνον E.Fr.495.6 ;

ἔρνεα ὀ. ἠέξοντο A.R.4.1426

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορθοσταδόν — ὀρθοσταδόν (Α) επίρρ. ορθοστάδην*, σε όρθια στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σταδόν (< θ. στα τού ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. στάδην), πρβλ. ανα σταδόν, απο σταδόν] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοσταδόν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”